- τυρέμπορος
- ο торговец сыром
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τυρέμπορος — ο, η, Ν έμπορος τυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός / τυρί + έμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
τυρέμπορος — ο ο έμπορος τυριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
τυρεμπόριο — το, Ν [τυρέμπορος] εμπόριο τυριού … Dictionary of Greek
τυράς — ο πληθ. άδες, ο τυροπώλης, ο τυρέμπορος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυροπώλης — ο ο πωλητής τυριού, ο τυρέμπορος, ο τυράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)